ζαχαροφάγος

ζαχαροφάγος
ο
αυτός που αγαπά υπερβολικά τη ζάχαρη και τα γλυκίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + -φάγος < θ. φαγ τού αορ. έφαγον τού ρ. εσθίω*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζαχαροφάγος — ο αυτός που αγαπά υπερβολικά τη ζάχαρη και τα γλυκά: Έτσι ζαχαροφάγος που είναι, πώς να έχει γερά δόντια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαχαρο- — (Μ ζαχαρο ) α συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) μοιάζει ή είναι κατασκευασμένο ή περιέχει ζάχαρη (πρβλ. ζαχαρόπετρα, ζαχαροκούλλουρο, ζαχαροδοχείο) β) είναι γλυκό σαν τη ζάχαρη (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”